πώρωση

πώρωση
[-ις (-εως)] η
1) бесчувствие, чёрствость;

παθαίνω πώρωση — становиться бесчувственным, черстветь;

2) окаменение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πώρωση" в других словарях:

  • πώρωση — η / πώρωσις, ώσεως, ΝΑ [πωρῶ, ώνω] 1. απολίθωση 2. συγκόλληση και θεραπεία κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. μτφ. πλήρης ηθική αναισθησία, ασυνειδησία αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξ ὀστέων σύμφυσις καὶ σύνδεσμος» …   Dictionary of Greek

  • πώρωση — η 1. απολίθωση. 2. αναισθησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπωρώ — όω, Α 1. συνενώνω με πώρωση 2. παθ. συμπωροῡμαι, όομαι (για νεφρά) γίνομαι συμπαγής με την πώρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πωρῶ (< πῶρος)] …   Dictionary of Greek

  • κτηνωδία — και χτηνωδία, η (AM κτηνωδία, Α και κτηνώδεια) [κτηνώδης] η κατάσταση τού κτηνώδους νεοελλ. μσν. ηθική πώρωση, βαναυσότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά …   Dictionary of Greek

  • πώρωμα — το, ΝΑ [πωρῶ, ώνω] νεοελλ. η πώρωση αρχ. κάλος, τύλος …   Dictionary of Greek

  • ψευδάρθρωση — η, Ν ιατρ. συμπτωματική ένωση τών δύο άκρων ενός κατάγματος, με εμφάνιση στοιχείων που θυμίζουν άρθρωση και κάνουν αδύνατη την οριστική πώρωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudarthrose (< ψευδ[ο] * + άρθρωση)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»